Σελίδες


Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Η καφέ κηλίδα


[Μουσική Verdi - La forza del destino από 0:57]

Όταν ξύπνησε νιφάδες χιονιού σα μανταρίνια έπεφταν έξω από το παράθυρο
Κρύωνε και το τζάκι ήταν σβηστό.

Τα μάτια του βαριά, στο στήθος σφύριζαν τα πακέτα Camel
έπρεπε ωστόσο να μαζέψει ξύλα.

Έβαλε το κόκκινο αντιανεμικό μπουφάν που τον έκανε να μοιάζει σαν αναιμική κοκκινοσκουφίτσα.

Έβαλε τα άρβυλα που τον έκαναν να φαίνεται σαν ξερακιανός παπουτσωμένος γάτος.
Και βγήκε έξω.

Τα ξύλα βρεγμένα και ασήκωτα μαζί και η μοναξιά του, βρεγμένη από τα χθεσινά ουίσκι, ανήμπορη να του χαρίσει ένα φευγαλέο χαμόγελο.
Και περπατούσε με βήμα αργό και δύσκολο.

Οι σκέψεις καταιγιστικές με ρυθμό πολυβόλου που σαρώνει μιλιούνια τους εχθρούς.
Η θολούρα του ποτού τις έκανε ακόμα πιο βασανιστικές.

"Άι σιχτίρ μ' έπιασε κόψιμο" και κρύος ιδρώτας τον έλουσε από το σφίξιμο.
"Και κάνει και ψόφο. Που να γείρω το κορμί μου για να ξαλαφρώσω;"

Μια συστάδα θάμνων ξεπρόβαλε μέσα στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα της χιονοθύελλας
καλώντας να αποθέσει τα ευγενή του δώρα.

Έσκυψε με ζόρι και άρχισε την ανακουφιστική διαδικασία που μερικοί την αποκαλούν προσφορά στη φύση.

Δεν ήταν όμως η μέρα του για τέτοιου είδους επαφή καθώς λίγα μέτρα πιο κάτω παραμόνευε μια λυσσαλέα αρκούδα καφέ!

Μόλις τον πήρε μυρουδιά αμέσως δε δίστασε να τον δει ως θυσία του ανθρώπινου είδους στο βωμό των αρκούδων και έβγαλε την κραυγή του αδιαφιλονίκητου κυνηγού.

Με το που την άκουσε μάζεψε τα βρακιά του όσο μπορούσε καλύτερα και άρχισε να τρέχει αλαφιασμένος. 
[μουσική: σταματάει ο Verdi, μπαίνει η αρκούδα καφέ από 1:45 ως τέλος]


Σώθηκε! Μπήκε στην καλύβα με την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο και τα μηνίγγια του έτοιμα να σπάσουν.

"Ωχ θεέ μου δεν πρόλαβα να τελειώσω". Μια καφέ κηλίδα είχε στιγματίσει το τελευταίο του βρακί.

"Κάλλιο να 'σαι λερωμένος, παρά σφάγιο και χεσμένος" ψιθύρισε και αποκοιμήθηκε.


Λουκιανός Φλέκας

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

τίποτα δεν συγκρίνεται με τη ξεκουράδα Λουκιανέ!

Ανώνυμος είπε...

Η ξεκουράδα είναι απαραίτητη στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, άγνωστε φίλε.
Λουκιανός